λούμακας

λούμακας
ο
λεβέντης νέος, παλικάρι: Ο γιος του είναι λούμακας σαν τον πατέρα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λούμακας — ο νέος ψηλός και ωραίος, λεβέντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. lumaca «σαλιγκάρι, νωθρός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”